- ἑξαμηνιαίους
- ἑξαμηνιαῖοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόγευση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προγεύματος 2. μτφ. η πρώτη εμπειρία από μια κατάσταση ή ενέργεια («με τους εξαμηνιαίους διαγωνισμούς παίρνουν οι μαθητές μια πρόγευση τών προαγωγικών εξετάσεων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προγεύομαι. Η λ., στον… … Dictionary of Greek